- διάγνωση
- Η διαδικασία που ακολουθείται για την αναγνώριση της νόσου από την οποία πάσχει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση, οι γνώσεις, η πείρα και η οξύνοια του γιατρού συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάλυση και εκτίμηση των δεδομένων, καθώς και της σχέσης που υπάρχει μεταξύ τους, ώσπου να προσδιοριστεί το πλαίσιο που αντιστοιχεί στα χαρακτηριστικά μιας ορισμένης παθολογικής κατάστασης.
Τα δεδομένα για μια σωστή δ. προέρχονται από τρεις πηγές: το ιστορικό της πάθησης, την αντικειμενική εξέταση (αναζήτηση και ανεύρεση δεδομένων με την επισκόπηση, ψηλάφηση, επίκρουση και ακρόαση του ασθενούς) και τις εργαστηριακές αναλύσεις, από το πλήθος των οποίων θα επιλέξει ο γιατρός εκείνες που πιθανόν θα τον βοηθήσουν στη λύση του διαγνωστικού προβλήματος. Στις διάφορες ιατρικές ειδικότητες η αντικειμενική εξέταση περιορίζεται σε ορισμένες περιοχές και όργανα με τη βοήθεια ειδικών εργαλείων για κάθε όργανο.
Το ιστορικό της πάθησης και η αντικειμενική εξέταση συμπληρώνονται από τις κατάλληλες εργαστηριακές έρευνες που αυξάνουν τον αριθμό των διαγνωστικών στοιχείων ή διευκρινίζουν τη σημασία στοιχείων που αποκαλύφθηκαν ήδη με τις άλλες μεθόδους.
Κλασική μέθοδος διαγνωστικής μεθοδολογίας είναι η επονομαζόμενη διαφορική διαγνωστική, με την οποία ο γιατρός προσπαθεί να αναγνωρίσει τη νόσο που ενυπάρχει, εκτιμώντας τα στοιχεία που είναι κοινά σε περισσότερες παθολογικές καταστάσεις.
διαγνωστική μέθοδος ELISA. Εργαστηριακή ανάλυση αίματος για να ανιχνευθεί η παρουσία συγκεκριμένων αντισωμάτων ή αντιγόνων στο αίμα. Η ανάλυση χρησιμοποιείται συνήθως για τη δ. προσβολής από AIDS και ηπατίτιδα Α και Β.
* * *η (Α διάγνωσις) [διαγιγνώσκω]1. εικασία, συμπερασμός2. ο προσδιορισμός τής ασθένειας από την οποία πάσχει κάποιοςαρχ.1. η διευκρίνηση, η διάκριση2. σχηματισμός γνώμης, απόφαση3. η δύναμη ή το μέσον τού να διακρίνει κανείς κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.